- μικροψύχως
- μῑκροψύ̱χως , μικρόψυχοςmeanspiritedadverbialμῑκροψύ̱χως , μικρόψυχοςmeanspiritedmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μικρόψυχος — η, ον (ΑΜ μικρόψυχος, ον) μικροπρεπής, ευτελής, μηδαμινός (νεοεελ. μσν.) αυτός που στερείται ψυχικής δύναμης, δειλός, λιπόψυχος. επίρρ... μικροψύχως και μικρόψυχα (Α μικροψύχως) 1. άτολμα, δειλά 2. με μικρόψυχο τρόπο, στενόκαρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ԿԱՐՃԱՄՏԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 1074 Chronological Sequence: Unknown date, 8c մ. ԿԱՐՃԱՄՏԱԲԱՐ կամ ԿԱՐՃՄՏԱԲԱՐ. μικροψύχως Կարճամտութեամբ. իբր զկարճամիտ՝ ըստ ամենայն առմանն. *ընդ պահոց երկարութիւնս կարճամտաբար տաղտապին. Լծ. կոչ.: *Կարճամտաբար ʼի մաղախսն հայելով. Նիւս.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)